- συμβαδίζω
- ΝΜΑβαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαινεοελλ.έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβαδίζω — συμβαδίζω, συμβάδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμβαδίζω — συμβάδισα 1. βαδίζω κοντά σε κάποιον. 2. μτφ., είμαι ίσιος, είμαι στο ίδιο ύψος με κάποιον ή κάτι: Δε συμβαδίζει πάντοτε η οικονομική ανάπτυξη με την πνευματική πρόοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβαδίσῃ — συμβαδίζω go with aor subj mid 2nd sg συμβαδίζω go with aor subj act 3rd sg συμβαδίζω go with fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδιζόντων — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut gen pl συμβαδίζω go with pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδίζει — συμβαδίζω go with pres ind mp 2nd sg συμβαδίζω go with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδίζον — συμβαδίζω go with pres part act masc voc sg συμβαδίζω go with pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδίζοντα — συμβαδίζω go with pres part act neut nom/voc/acc pl συμβαδίζω go with pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδίζουσι — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβαδίζω go with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδίζουσιν — συμβαδίζω go with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβαδίζω go with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαδιεῖσθαι — συμβαδίζω go with fut inf mid (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)